-
1 complete class
French\ \ classe complète (de fonctions de décision)German\ \ vollständige Klasse (von Entscheidungsfunktionen)Dutch\ \ volledige klasse van beslisfunctiesItalian\ \ classe completa (di funzioni di decisioni)Spanish\ \ clases completas de funciones de decisiónCatalan\ \ classes completes de funcions de decisióPortuguese\ \ classe completa (de funções de decisão)Romanian\ \ -Danish\ \ komplet klasse (for afgørelse funktioner)Norwegian\ \ komplett klassen (av vedtak funksjoner)Swedish\ \ fullständig klass (av beslutsfunktioner)Greek\ \ πλήρης τάξη (των λειτουργιών απόφαση)Finnish\ \ (päätösfunktioiden) täydellinen luokkaHungarian\ \ teljes osztály (döntési függvénye)Turkish\ \ tam sınıf (karar işlevlerinin); tam sınıf (karar fonksiyonlarının)Estonian\ \ täielik (otsustusfunktsioonide) klassLithuanian\ \ pilnoji sprendimo funkcijų klasėSlovenian\ \ celoten razred (odločbe funkcij)Polish\ \ klasa zupełnaRussian\ \ полный класс решающих функцийUkrainian\ \ повний клас(функцій рішень)Serbian\ \ -Icelandic\ \ heill flokki (af störfum ákvörðun)Euskara\ \ osoa klasea (erabakia funtzio)Farsi\ \ r deye kamele tabehaye t smimPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ فئة كاملة من دوال القرارAfrikaans\ \ volledige klas (van beslissingsfunksies)Chinese\ \ 完 全 组 ( 决 策 函 数 , 判 定 函 数 )Korean\ \ (결정함수)완비류2) (of tests)French\ \ classe complète de testsGerman\ \ vollständige Klasse von TestsDutch\ \ volledige klasse van toetsenItalian\ \ classe completa di testSpanish\ \ clase completa (de pruebas)Catalan\ \ classes completes (de tests o proves)Portuguese\ \ classe completa (de testes)Romanian\ \ -Danish\ \ komplet klasse (af test)Norwegian\ \ komplett klassen (av tester)Swedish\ \ fullständig klass (av tester)Greek\ \ πλήρης τάξη (δοκιμών)Finnish\ \ testien täydellinen luokkaHungarian\ \ teljes próbaosztályTurkish\ \ tam sınıf (sınamaların); tam sınıf (testlerin)Estonian\ \ täielik testide klassLithuanian\ \ pilnoji kriterijų klasė; pilnoji bandymų klasėSlovenian\ \ celoten razred (preskusov)Polish\ \ klasa zupełna testówRussian\ \ полный класс тестовUkrainian\ \ повний клас(тестів)Serbian\ \ -Icelandic\ \ heill tegund (prófanir)Euskara\ \ osoa klasea (proba)Farsi\ \ r deye kamele azmoonhaPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ فئة كاملة من الاختباراتAfrikaans\ \ volledige toetseklasChinese\ \ 完 全 组 ( 试 验 )Korean\ \ (검정[검증])완비류
См. также в других словарях:
Παλεστρίνα, Τζοβόνι Πιερλουίτζι ντα- — (Palestrina, Παλεστρίνα [Pώμη] 1525 – Pώμη 1594). Ιταλός συνθέτης. Αντίθετα προς τις συνήθειες της εποχής, που ωθούσαν τους μουσικούς σε μακρινά ταξίδια ακολουθώντας πρίγκιπες, ο Π. πέρασε όλη του τη ζωή στον κύκλο των μουσικών παρεκκλησίων της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
σκέψη — Με γενική έννοια, κάθε πνευματική ενέργεια. Από ψυχολογική άποψη, η σ. μπορεί να συνεπάγεται και ψυχικές ενέργειες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους (π.χ. σύνθεση ενός μουσικού κομματιού, λύση ενός προβλήματος γεωμετρίας, μια ιατρική διάγνωση). Κατά… … Dictionary of Greek
δικαιοδοτική λειτουργία — Μία από τις τρεις λειτουργίες στις οποίες εκδηλώνεται η κυριαρχία του νεότερου κράτους· συνίσταται στην αποκλειστική εξουσία εφαρμογής των νόμων σε περίπτωση παράβασης ή αμφισβήτησης, με τον τερματισμό των ερίδων μετά από αποφάσεις υποχρεωτικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… … Dictionary of Greek